ἀδέκαστος — unbribed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… … Dictionary of Greek
ἀδεκαστότερον — ἀδέκαστος unbribed adverbial comp ἀδέκαστος unbribed masc acc comp sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστως — ἀδέκαστος unbribed adverbial ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέκαστον — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστοις — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστου — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστους — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστων — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεκάστῳ — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)