αδέκαστος

αδέκαστος
-η, -ο
1. αδωροδόκητος, αδιάφθορος: Οι δημόσιοι άντρες πρέπει να είναι αδέκαστοι.
2. αμερόληπτος: Η Ιστορία είναι ο αδέκαστος κριτής των ανθρώπινων πράξεων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀδέκαστος — unbribed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… …   Dictionary of Greek

  • ἀδεκαστότερον — ἀδέκαστος unbribed adverbial comp ἀδέκαστος unbribed masc acc comp sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστως — ἀδέκαστος unbribed adverbial ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέκαστον — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc sg ἀδέκαστος unbribed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστοις — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστου — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστους — ἀδέκαστος unbribed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστων — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεκάστῳ — ἀδέκαστος unbribed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”